- ἀλογογράφητος
- ἀλογο-γράφητος, ον,A undescribed, Eust.888.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλογογράφητος — ἀλογογράφητος, ον (Μ) [λογογραφῶ] αυτός που δεν εξιστορήθηκε ή δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια, ανεκδιήγητος, απερίγραπτος … Dictionary of Greek
ἀλογογράφητον — ἀλογογράφητος undescribed masc/fem acc sg ἀλογογράφητος undescribed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)